- προβιβάζω
- ΝΜΑπροάγω κάποιον σε ανώτερο βαθμό ή σε ανώτερη τάξηνεοελλ.(ιδίως για μαθητές) προάγω στην αμέσως ανώτερη τάξη («ο δάσκαλος τόν προβίβασε τελικά από την πρώτη στη δευτέρα»)αρχ.1. κάνω κάποιον να φτάσει κάπου, οδηγώ, φέρω προς τα εμπρός2. χειραγωγώ («ἐπισκεψώμεθα, εἴ τι προυβίβαζε λέγων εἰς ταύτην [τὴν ἐγκράτειαν] τοιάδε», Ξεν.)3. εκτείνω, προεκτείνω4. προωθώ («οὐδὲν ἠδύνατο προβιβάζειν τῶν ἔργων», Πολ.)5. εκτείνω προς τα εμπρός, προεκβάλλω («προβιβάζειν τὸ ὑπερκείμενον τοῡ κρημνοῡ [ενν. διὰ τῆς οἰκοδομής τείχους]», Διόδ.)6. εξυψώνω, μεγαλύνω7. παρουσιάζω, εμφανίζω (ἐκ δὲ τοῡ ὄχλου προεβίβασαν Ἀλέξανδρον», ΚΔ)8. (αμτβ.) προοδεύω, προκόβω9. διδάσκω εκ τών προτέρων («καὶ προβίβασεις αὐτὰ τους υἱοὺς σου», ΠΔ)10. (για το αρσενικό ζώο) οχεύω, βατεύω εκ τών προτέρων («ὀχεύειν δ' εἴωθε χορτασθεὶς καὶ μὴ προβιβάσας ἄλλην», Αριστοτ.)11. παθ. προβιβάζομαια) (για μηχανή) αναπτύσσομαιβ) δασκευλεύομαι προηγουμένως από κάποιον («ἡ δὲ προβιβασθεῑσα ὑπὸ τῆς μητρός αὐτῆς», ΚΔ)12. φρ. «ποῑ προβιβᾷς ἡμᾱς ποτέ» — ως ποιο σημείο σκέπτεσαι να μᾱς φέρεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + βιβάζω «ανεβαίνω, προχωρώ»].
Dictionary of Greek. 2013.